ακένωτος

ακένωτος
-η, -ο
1. ανεξάντλητος, αστείρευτος: Αντλούσε δύναμη από μια ακένωτη πηγή, από το λαό.
2. αυτός που δεν κενώθηκε, δε βγήκε από τη χύτρα: Το φαγητό ήταν ακόμη ακένωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακένωτος — η, ο (Α ἀκένωτος, ον) [κενῶ] ο ανεξάντλητος «ἀκένωτος πηγὴ σοφίας», «ακένωτος θησαυρός» νεοελλ. ασερβίριστος (για φαγητό) που δεν αδειάστηκε στα πιάτα …   Dictionary of Greek

  • неизтъщаѥмъ — (3*) пр. Неисчерпаемый, неиссякаемый: класъ бж(с)твныи взрасти и питаеши множьство. неистощаема во истину. иосифова житница бывъ. Мин XIV (май, 2), 17; оч(с)тите ѹбо и ѹ(м) и слу(х) и разу(м). елико же на(с) питѣетсѧ сициими. елма же о бз҃ѣ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αστείρευτος — η, ο επίρρ. α ανεξάντλητος, ακένωτος: Με οικονομία το νερό, γιατί το πηγάδι δεν είναι αστείρευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”